- ἐναποκίχραμαι
- ἐναπο-κίχραμαι, [voice] Med.,A contract a loan, PSI4.317.21 (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποκίχραμαι — ἐναποκίχραμαι (Α) συνάπτω δάνειον … Dictionary of Greek